Δημοτικο Της Ανοιξης

Κάθεσαι και κοιτάς. Τι κοιτάς. Τι νομίζεις ότι καταλαβαίνεις. Πώς τα μάτια σου διαστέλλονται πώς επιτρέπουν στο φως μέσα να περάσει. Και τι. Τι είναι αυτό που σε τραντάζει. Ποια η εικόνα που μέσα στο μυαλό σου τόσο βαθειά δημιουργείται και την φύση σου όλη αλλάζει. Τι την ζωή σου τροφοδοτεί και τι την συναρπάζει. Κάθεσαι και κοιτάς. Ζεις ζωή μικρή και αγνοείς. Μόνο αγνοείς. Πώς μπόρεσες ποτέ να επιτρέψεις στην σκέψη σου τόσο αέρινα ανέφελα και ωραία σε τέτοιο συλλογισμό να σε ποτίσει. Πως θα μπορούσα ποτέ εγώ για σένα εγώ να ζω. Πως τη ζωή μου θα τυλίξω και πόδια ξυπόλυτα γυμνά μπροστά σου θα εμφανίσω. Τυφλός προσκυνητής. Εγώ. Ο εισβολέας των ανθρώπων. Ποια η ανάγκη. Ποια η χρήση και ζωή που εσύ έχεις να προσφέρεις. Τίποτα νέο δεν θα πεις. Τίποτα άφθαρτο το στόμα σώμα και μυαλό στον κόσμο δεν θα φέρει. Κάθεσαι και κοιτάς. Τι κοιτάς. Τι θα καταλάβεις. Πέρασες πάνω από φυτά γυμνά αιώνες ξεχασμένα στο ίδιο μέρος άνυδρα τον ήλιο να κοιτάζουν προσευχές. Πέρασες και έφερες νερό βροχή πλυμμήρα και καλό την φύση να δονήσεις. Να κάνεις κάθε λογής σπαρτό αχνά να ξαναστήσει τον λιμασμένο του κορμό. Μίσχο τον μίσχο πότισες και άφησες έναστρους φρουρούς την νύχτα να φυλάνε. Με μουσικές απόκρυφες από ψηλά βουνά και βράχια τσακισμένα, από πεδιάδες μακρινές και από αρχαίες πόλεις σιγά να ψηθυρίζουν τον κάθε άγιο σου σκοπό. Και έχτισες το χώμα σε ναό. Γέμισες τα ποτάμια και τα φαράγγια τα βαθιά χάρη σε σένα με άγια νερά λαμπρά το σώμα τους ορίζουν. Μάζεψες έντομα νεκρά, μύγες σκορπιούς και ακρίδες. Σε μια γιγάντια φωτιά, πελώρια να καίει ουρανούς δώρισες κάθε μόλυνση και πόνου στεναγμό. Ήρθες και έφερες νερό και άφησες ζώα μεγάλα και μικρά, πουλιά αόρατα και φτερωτά αρπακτικά τον ίδιο ήχο να ψελίζουν. Με φθόγγους ελάχιστους, λειψούς έκοψες πέτρες στιβαρές, από τον χρόνο αυλακωμένες, χωμένες στα πιο βαθειά υπόγεια μες στο ψηλότερο βουνό και χάραξες. Πάνω σε πλάκες ιερές έθεσες την υπόσχεση. Τίθεται τώρα ες αεί. Εκτίθεται στα πάντα. Ήρθες ζωή μου φως και έφυγες σκοτάδι.