Μαρμαρα

Τίποτα καθαρό πια. Τίποτα κρυμμένο. Άπλετο άσπρο φως έχει πέσει στην ψυχή μου και όλα τα έχει φανερώσει. Καμία κόγχη δεν είναι να βρεθεί χωρίς αυτήν την λευκή θαμπάδα που μου έχει εξορίσει κάθε άλλο χρώμα. Υπήρχαν μέρες. Μέρες λαμπρές και άγιες που ο ουρανός ήταν ακόμα μπλε και τα πουλιά της γης όλα πετούσαν έξω από παράθυρα διάφανα ανοιχτά αστραφτερά. Μέρες που δέντρα γερά και αιώνια έγερναν κλαριά κουρασμένα από το βάρος φύλλων φρέσκων και αγνών μπροστά από σπίτια ωραία και καλά. Με θεμέλια βαθιά μπηγμένα σε πλούσιο χώμα μαλακό. Καλό χώμα. Γόνιμο να υπόσχεται. Μέρες που περπατούσες σε δρόμους στενούς και ήσυχους και έβλεπες τον αέρα δροσερά να χαιδεύει δέρματα λευκά, ντύνοντας τα με αυτή την μοναδική υπόσχεση. Πάνω σε τέτοια γη έχτισα την πολιτεία μου. Με δέντρα μεγάλα, φύλλα πλατιά πρησμένα από τους χυμούς τους. Σπίτια όμορφα ανοιχτά. Όχι μεγάλα. Έχουν φόβο μέσα τα μεγάλα. Μικρά. Να μπαίνουν μέσα άνθρωποι και να υπάρχουν κοντά. Κοντά να ζούσαν ήθελα. Όλοι μου οι άνθρωποι κοντά μέσα σε σπίτια. Να μπαίνουν οι επισκέπτες και να μην μπορούν να κάτσουν απόμερα, μοναχικά. Να τους πιέζει ο χώρος να αγκαλιαστούν και να αγκαλιάσουν. Όλοι οι άνθρωποι στο σπίτι να πιάνουν δέρματα ξένα και καινούργια. Να ξέρουν πια από το δέρμα. Όχι μεγάλα. Σπίτια καλά. Την έχτισα δίπλα σε νερό. Όχι για να πιουν. Δεν ήταν δίψα που με έσπρωξε. Δεν την ήξερα την δίψα τότε. Δεν είχε ανοίξει το κορμί μου χίλιες πληγές ανείπωτες με άσβεστο πυρ καταραμένες να μην κλείνουν. Να μην προλαβαίνει το αίμα να ξεραθεί και να αναβλύζει άλλο πιο φρέσκο πιο καλό. Να ανεβαίνει από υπόγεια βαθιά σώματος και να χάνεται στα μάτια. Έτσι χάνεται το αίμα. Στα μάτια. Όταν η όραση επωμιστεί με αίμα, αίμα πια δεν υπάρχει να φανεί. Δεν είναι για την όραση το αίμα. Είναι για μέσα. Για βαθιά. Για αυτά τα υπόγεια του σώματος που όλα κρυμμένα μένουν και τίποτα δεν δραπετεύει. Μέσα. Το μέσα αίμα. Αυτό στερούμαι με την δίψα την ακόρεστη και ακούραστη που το όνομά μου πια ορίζει. Για να μπορούν να φεύγουν. Για να χτίσουν λιμάνια πέτρινα γερά. Να αψηφούν τα κύματα και να καλωσορίζουν κάθε λογής καράβι. Από πέρα μέρη. Από εκεί που κανείς ποτέ δεν πήγε. Που μόνο ιστορίες έρχονται από εκεί. Κανείς να ζει να βεβαιώσει. Από τα μέρη που ζουν οι ιστορίες. Αυτά που έχεις πλάσει στο μυαλό σου και δεν θα φύγουν πια ποτέ. Αυτά που θα ζεις κάθε μέρα της ζωής σου. Από αυτό το άλλο σώμα. Για να μπορούν να φεύγουν με σχεδίες και να χάνονται στην θάλασσα. Να ξεκινούν ταξίδια και να μην έρχονται ποτέ. Να τους διεκδικούν νερά αλλοτινά και μέρη ονειρεμένα. Να ξεκινούν και να βρίσκουν φυλές που ποτέ δεν ονειρεύτηκαν και να μένουν πια εκεί. Να ζουν το καλωσόρισμα. Για να μπορούν να στέκονται μανάδες κόρες και αδερφές. Σύζηγοι γιοι κι αγόρια. Να έχουν κάπου να σταθούν να ακουμπήσουν την αέναη ευχή τους. Αυτή που τους ξυπνάει το πρωί και τους κλέβει τον ύπνο μες στη νύχτα. Να υπάρχει αυτό το μέρος. Νερό για να τους δέχεται. Για να μπορούν να έρθουν. Για να θυμάμαι. Για να έρθουν.