Δεν την θέλω αυτή τη ζωή. Να πάει να γαμηθεί. Να πάει να θαφτεί. Στον διάολο να πάει. Στον διάολο. Στον αγύριστο. Να μην ξαναγυρίσει. Μου χει φάει το σώμα μου. Δεν είμαι εγώ πια. Δεν έχω αυτό το σώμα. Δεν το κινώ πια. Καρκίνος, πανούκλα και λοιμός. Αυτά με περιβάλουν. Να πεθάνει. Να πεθάνει. Θε μου να πεθάνει. Να χαθεί. Να μην ξαναφανεί στον κόσμο. Να εκραγεί και να καλύψει τις θάλασσες με τα κομμάτια του πτώματός της. Να εξαυλωθεί. Να διαμελιστεί. Όλους τους πόνους που έχουν ποτέ υπάρξει από ανθρώπου χέρι ή θεού πάνω της τους εύχομαι. Όλοι πάνω της να πέσουν να την ρημάξουν. Να μην μπορεί να ξανασηκωθεί πια. Στο χώμα να μείνει ξαπλωμένη. Διαμελισμένη και ζαβή. Ρημαγμένη. Ερείπιο της αλλοτινής της δύναμης. Να πάει να φύγει να χαθεί. Μου χει μουχλιάσει το σώμα, έχει πήξει το αίμα μου, μου χει φάει τα μυαλά, μου τρυπάει τα μάτια στιγμή με τη στιγμή, μου κόβει τη γλώσσα με τεράστιες λεπίδες, μου σπάει με σφυριά τα δόντια, μου χώνει πυρωμένα σίδερα στο δέρμα μου, μου απλώνει σπασμένα γυαλιά ανάμεσα στα πόδια, μου αδειάζει το κρανίο, μια σούπα το μυαλό μου λάσπη αίμα και σκατά, με εξευτελίζει, με τελειώνει με σκοτώνει με πεθαίνει με τερματίζει. Είναι μια μπόχα. Μια βρώμα που απλώνεται παντού και λιγοστεύει το οξυγόνο. Την σκέφτομαι και τρελαίνομαι. Μου δένει κόμπο τον εγκέφαλο και μου τον δίνει να τον φάω. Λίγο λίγο με κόβει, με χαράζει μέχρι να μην μείνει τίποτα. Να με χαλάσει θέλει, να με πετσοκόψει.
Θα την σβήσω. Θα την εξαφανίσω. Όλα πίσω θα της τα φέρω. Όλα στα πόδια της. Να την καλύψω με σκατά και πάνω της να κατουρήσω, να φτύσω πάνω στο πτώμα της. Εδώ που με κατάντησε. Εμένα. Να εύχομαι θανατικό. Μεγάλο και αναπόδραστο. Να τους καλύψει όλους. Να σπείρει στο χώμα το μαύρο το κακό τα πτώματά τους και πάνω τους σε ένα ένα να φτύσω και να χύσω. Να χύνω με μανία με στήση θεική να μην τελειώνει ποτέ το άσπρο μου υγρό. Να τους εξευτελίσω. Οργή. Οργή και τρόμος. Κανείς τους μην μείνει ζωντανός. Όλοι. Νεκροί. Στο χώμα μέσα όλοι. Από τον πιο μακρινό στον πιο κοντινό. Τους κοντινούς. Αυτούς θα χαρώ περισσότερο. Να τους δω μπροστά μου να σφαδάζουν. Να χτυπιούνται και να με παρακαλούν και τίποτα πίσω να μην δίνω. Μόνο πόνο και θάνατο κάθε ελπίδας. Να δω στα μάτια τους να χάνονται. Να νιώσουν ότι εγώ. Όλος αυτός ο πανικός, ο φόβος και η μαύρη παγωνιά μέσα τους να μπει. Να τους τρυγήσει, να οργώσει, τίποτα όρθιο μην αφήσει. Οργή. Οργή και πόνος τρομερός.