Δεν πειράζει. Δεν πειράζει πια. Γιατί έχουν γίνει όλα. Τα έχω ζήσει όλα. Τι απέραντο χαμόγελο. Πόσα πουλιά και φύλλα φέρνει αυτή η φράση. Πόσα νερά τρεχούμενα σε δάση. Δάση απέραντα και λαμπερά στις αχανείς εκτάσεις κάπου μέσα. Πόσο σαστίζει ο χρόνος και σταματά. Παγώνει και πεθαίνει. Ποιος να το ήξερε. Κανείς ποτέ δεν σκέφτηκε το απλό. Κανείς ποτέ δεν άνοιξε αληθινά τα μάτια του. Αιώνια πλάνη επιστημόνων και ιδεών. Όλοι αφοσιωμένοι στο μοναδικό ερώτημα του είδους. Όλοι στην μανιασμένη αναταραχή να ψάχνουν την απάντηση. Κανείς ποτέ δεν ένοιωσε αυτό το χαμόγελο, λοιπόν. Κανείς ποτέ δεν ψηλάφισε αστέρια στα μάγουλά του. Κανείς ποτέ δεν άγγιξε φως πάνω στα χείλη του. Φως που ανατινάζει το δέρμα και εκτινάζεται παντού και δυνατά. Φως πλημμυρύζον. Φως που ρέει. Τρεχούμενα νερά και φύλλα και πουλιά μικρά εξωτικά ξεπηδούν σε κάθε άκρη του ανθρώπινου κορμιού. Βιολογία. Και όλα είναι δυνατά και ακούγονται πολύ. Και ζαλίζεται η ακοή και τραγουδάει. Και ποιος άκουσε ποτέ ωραιότερο τραγούδι από αυτό το εθαίριο που πλανάται σε φύλλα δροσερά και χαιδεύει νούφαρα και βρύα σε επιφάνειες λιμνών από ανθρώπινες καρδιές χρωματισμένων. Και σαστίζει ο χρόνος. Σταματά. Παγώνει και πεθαίνει. Όλο το σύμπαν καθηλωμένο στην πιο ιερή υπόκλιση. Κάθε απομακρυσμένος σκοτεινός πλανήτης. Κάθε φωτεινός αστέρας. Κάθε χαμένη από καιρό σκουληκότρυπα. Όλοι οι κρυμμένοι διάδρομοι του χώρου. Κάθε καμπύλη και ευθεία. Πώς αλλιώς να ειπωθεί; Όλα. Σεμνοί προσκυνητές. Με σκυμμένο το κεφάλι. Με μάτια μισάνοιχτα δειλά. Κάθε ποτέ και κάθε τίποτα αυτόπτες μάρτυρες στον γλυκύτερο φόνο. Να έχουν μείνει να κοιτάζουν τρυφερά μεσα στο φως τον δολοφόνο που όνομα δεν έχει. Κανένα όνομα δεν του πρέπει. Το τέλος του χρόνου είναι στα μάτια. Μάτια βαθειά να δέχονται άλλα μάτια μάυρα λαμπερά. Το τέλος του χρόνου είναι στα χέρια. Χέρια λευκά, λεπτά, με ακροδάχρυλα απαλά, να στάζουν πάνω σε άλλα χέρια αερικά. Το τέλος του χρόνου είναι στα χείλη. Χείλη γαλάζια ουρανός να κλειδώνουν μέσα σε άλλα χείλη εθισμένα σε φίλτρα μαγικά από αιώνες ξεχασμένα. Πώς αλλιώς να ειπωθεί; Το τέλος του χρόνου είναι στα κορμιά. Δυο κορμιά με φλόγες καλυμμένα. Γυμνά παγιδευμένα στον πιο ανθρώπινο χορό. Πλημμυρισμένα από τα τελευταία ύδατα του χρόνου. Του χρόνου που σαστίζει. Σταματά. Παγώνει και πεθαίνει. Άψυχο λέιψανο αιώνιας μοναξιάς παίρνει στον τάφο όλα τα αγέννητα μωρά που ουρλιάζουν λυσασμένα. Μόνο σιωπή τώρα. Τώρα σιωπή κι αέρας μόνο. Τώρα που όλα αυτά που λαχταρούσα μέσα σε ατέλειωτη εφηβεία έχουν πια γίνει. Τη μοναξιά. Αυτό θα βλέπουν ολοι. Μακρυά από τα δάση τα απέραντα τα λαμπερά στις αχανείς εκτάσεις κάπου μέσα. Δεν είναι γι αυτούς αυτά. Τα φύλλα τα δικά μου, τα νερά, τα πουλιά που πετούν ευτυχισμένα μόνο εγώ τα βλέπω δυνατά. Γελάω. Δυνατά. Το τραγούδι αυτό που ταξιδεύει πάνω από απιφάνειες μωβ νερών που λαμπιρίζουν μόνο εγώ μπορώ να ακούσω. Δυνατά. Αποσυντίθεμαι σε κρύσταλλο. Δυνατά. Μόνος μου γελάω. Δυνατά σαν την αγάπη.