Exodos

Το κείμενο είναι βασισμένο στα θέματα της φαντασίας και της πραγματικότητας, καθώς και στην απόλυτη κυριαρχία του φόβου πάνω στους ανθρώπους. Έμπνευσή για τους χαρακτήρες αποτέλεσαν τα έργα του William Shakespeare Μακμπέθ, Ριχάρδος ΙΙΙ και Άμλετ.

ΤΡΕΛΟΣ: Και ελπίζω. Στο τέλος είμαι. Ελπίζω στο τέλος. Επιτέλους. Τώρα θα μάθω τι κρύβει το τελικά. Η τελική τοποθεσία είναι εδώ. Μια προσπάθεια. Η τελευταία. Μια προσπάθεια ακόμα. Εδώ τελειώνει. Και εδώ αρχίζει. Και ελπίζω. Στο τέλος είμαι. Ελπίζω στο τέλος. Πάει καιρός που ξύπνησα. Με κοίμησε και ξύπνησα. Δεν το περίμενε. Δεν το σκέφτηκε ποτέ. Το μόνο που σχεδίασε ήταν να με κοιμήσει. Μα ξεχνάει. Ξεχνάει την φύση μου. Εγώ. Εγώ δεν φτιάχτηκα για τον ύπνο. Μόνο έτσι ζω. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να υπάρξω. Εδώ. Πάει καιρός που ήμουν εδώ. Μια προσπάθεια. Να καταρρεύσει το σύμπαν πρέπει. Μόνο έτσι θα γεννηθούν όλα. Όλα από την αρχή. Στο τέλος όλα από την αρχή. Θυμάμαι. Όλα είναι καθαρά πια. Είμαι αυτός που επιστρέφει. Ο θρόνος έχει λεηλατηθεί, βεβηλωμένος στέκεται και ανέχεται το βδέλυγμα που τον έχει σφετερισθεί. Μέσα στην ιερή αίθουσα βασιλεύει η αποτρόπαιη βλασφημία. Οι καμπάνες δεν χτυπούν πια. Οι εκκλησίες στραμμένες προς την Δύση. Οι προσευχές βγαίνουν κατάρες. Οι πιστοί κοινωνούνε λάσπη και φωτιά. Και αυτή από ψηλά παρατηρεί. Παρακολουθεί και χαίρεται. Μακάρια. Τίποτα δεν ταράζει την ευδαιμονία που αυτή, η ίδια, κέρδισε. Μα ξεχνάει. Ξεχνάει την φύση μου. Εγώ. Τρελός. Αυτός είναι ο ρόλος μου. Κατάγεται από την παλιά εποχή. Τότε που γίγαντες περπατούσαν την γη  και δράκοι ξέρνούσαν φωτιά από τα στόματά τους και τα μυρμήγκια ήταν τεράστια και κυβερνούσαν τον κόσμο και τα χρυσόψαρα είχαν δικαίωμα στην άρθρωση. Στην Δεύτερη Αυτοκρατορία της αποικοίας των ιγκουάνα. Λίγο πριν την κατάρρευσή της. Τόσο παλιά έχει τις ρίζες του αυτό το έγκλημα. Κρατάνε από παλιά οι μαύροι σπόροι στο μυαλό των φόνων. Ο φόνος που φέρνει τον άλλο φόνο, που φέρνει τον άλλο φόνο, που φέρνει τον άλλο φόνο, που φέρνει τον άλλο φόνο, που φέρνει τον άλλο φόνο. Και όλοι αυτοί οι μυθικοί κατακτητές με τα αιμοβόρα πάθη τους. Ήρθαν να αποικήσουν στην ψυχή της γυναίκας μου. Αυτή είναι η καταγγελία μου. Έχει γίνει κάτι. Κάτι άσχημο. Ένα έγκλημα. Ένα έγκλημα που ξεπερνάει όλες τις αποτρόπαιες πράξεις που έχουν διαπραχθεί ανά τους αιώνες και που καμία ύπαρξη, καμία ύπαρξη δεν μπορεί να σταθεί στο πλάι του. Και θυμάμαι. Και κανείς δεν ξέρει από ποιον έγινε. Και κανείς δεν θα μπορούσε να ξέρει από ποιον έγινε. Και μόνο εγώ ξέρω από ποιον έγινε. Και κανείς δεν βρέθηκε να ενοχοποιήσει την υπαίτιο. Και κανείς δεν θα μπορούσε να διαλέξει το σωστό χρώμα – το χρώμα του φόνου – να καλυφθεί με αυτό για να την βάψει όλη με τον φόνο. Να είναι από πάνω ως κάτω ο φόνος. Ολόκληρη η πράξη της. Να το μάθουν όλοι και να φαίνεται από παντού. Πουθενά να μην μπορεί να κρυφτεί. Εκείνη που παντρεύτηκα. Εκείνη καταγγέλω. Εκείνη χρεώνεται τον φόνο.